Εδώ συναντιέται ο Παγασητικός με το Πήλιο. Οι Κένταυροι με τους Αργοναύτες. Οι φοιτητές με τους «Αυστριακούς». Οι αρχαίοι Μαγνήτες με τους εργάτες του 20ου αιώνα και τους πρόσφυγες της Ιωνίας. Οι ποδηλάτες με τους «25αράκηδες». Κοσμοσυρροή, όχι αστεία!
Επειτα από κάθε διάσημη βολιώτικη νύχτα ακολουθεί ένα άσημο ξημέρωμα. Είναι τότε που τα τραπεζοκαθίσματα στην Αργοναυτών τινάζουν από πάνω τους την υγρασία, ομαδικά, σαν στρατιωτάκια. Η Κουμουνδούρου, η Κονταράτου κι η Ερμού κοιμούνται για τα καλά, εξαντλημένες από τα αχόρταγα νιάτα που τις ποδοπατούν όλη νύχτα.
Ιάσονος και Δημητριάδος μοιάζουν αγνώριστες δίχως την ένταση των αιώνια μποτιλιαρισμένων οχημάτων και η μπρούντζινη Αργώ αναδύεται από την αχλύ του μύθου και τρίβει τα μάτια της αγουροξυπνημένη. Πορταριά και Μακρινίτσα αχνοφαίνονται μέσα στην πρωινή πάχνη, αιωρούμενες σαν δορυφόροι στην πλαγιά και οι θεοί του Πηλίου κόβουν μια μέρα ακόμη από την καπναποθήκη του Ματσάγγου και τη δίνουν σε εκείνη του Παπαστράτου, ως χρόνια.
Το αντίγραφο της μυθικής Αργούς στην προκυμαία του Βόλου
|
Ψαράδες έχουν πάρει ήδη θέση στο Κορδόνι και τα καΐκια έχουν από ώρα ξανοιχτεί στον μεγάλο κόλπο. Τα ιστιοπλοϊκά κοντράρονται στο ύψος με τις πολυκατοικίες σε έναν αγώνα ευθύς εξαρχής άνισο, από τους σεισμούς του '55 κι έπειτα, όμως οι ποδηλάτες παίρνουν την εκδίκησή τους από τα αυτοκίνητα και ξαμολιούνται στο «ποδηλατοδίκτυο» 20 χλμ. που διατρέχει όλη την πόλη.
Τα τσιπουράδικα στα Παληά και τη Νέα Ιωνία παραγγέλνουν διπλό εσπρέσο, μπας και συνέλθουν απ' τα χτεσινoβραδινά 25αράκια, τα καράβια για τις Σποράδες βάζουν μπρος τις μηχανές κι οι γερανοί στο εμπορικό λιμάνι τεντώνονται να ξεμουδιάσουν. Οι μικροπωλητές της Αργοναυτών εμφανίζονται δειλά δειλά...
Ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου
|
Πρώτα οι γνωστοί – άγνωστοι πλανόδιοι φορτωμένοι σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα, και μέχρι το απόγευμα όλοι θα έχουν πάρει τη θέση τους στη διάσημη καρτποστάλ, τη βιτρίνα του Βόλου - ο λουκουματζής με την καντίνα, ο χαλβατζής απ' τα Φάρσαλα, οι καλλιτέχνες του δρόμου, οι μπαλονάδες... Μόνο ο αμαξάς δεν είναι εδώ, αυτός θα ξανάρθει το καλοκαίρι. Ο Βόλος ξυπνά, σιγά σιγά. Ατάραχα, δίχως βιασύνη κι άγχος. Γιατί να έχει άλλωστε;
Απλωμένος φαρδύς-πλατύς κάτω από το μαγικό βουνό των Κενταύρων, με τα νοτιότερα σπίτια του να βρέχονται από τον Παγασητικό και τα ανατολικότερα να χάνονται στα δάση του Πηλίου έχει κάθε λόγο να νιώθει τυχερός και να κοιμάται ήσυχος τα βράδια – όταν τον αφήνουν οι... αδίψαστοι φοιτητές και πανεπιστήμονες. 10.000 άνθρωποι περιστρέφονται σαν ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, και μαζί με τους 70.000 Βολιώτες, χρεώνονται από κοινού τη ζωντάνια της πρωτεύουσας της Μαγνησίας.
Ζωντανός ήταν βέβαια πάντα ο Βόλος. Με αδιάλειπτη κατοίκηση 7.000 χρόνων που αποδεικνύεται περίτρανα στους αρχαιολογικούς χώρους των Σέσκλου και Διμηνιού, αλλά και με πολλές ακόμη αρχαιολογικές θέσεις γύρω του που κάνουν τους αρχαιολόγους να σπαζοκεφαλιάζουν εδώ και δεκαετίες πάνω από θεμέλια όλων των εποχών: «εδώ η Ιωλκός, εκεί η Ιωλκός, πού είναι η Ιωλκός; Ποια είναι η Δημητριάδα και ποιες οι Παγασές;»
Ιστορία βαριά και μύθοι μυριάδες περικυκλώνουν τον Βόλο, το λιμάνι απ' όπου ξεκίνησαν το μυθικό ταξίδι τους οι Αργοναύτες, μα αυτός δεν χαμπαριάζει. Ο παλμός του ήταν ανέκαθεν σύγχρονος και ο χαρακτήρας του προσαρμοστικός. Ανάλαφρος, ανώδυνος, εύκολος και μετρημένος, το μόνο που θέλει είναι να περνάει καλά. Και το κάνει περίφημα!
Κι εσείς εδώ;
Η πρώτη και η τελευταία βόλτα (και όλες οι ενδιάμεσες εδώ που τα λέμε) γίνονται παραδοσιακά και αναπόφευκτα στην Αργοναυτών, την παραλία, την περατζάδα του Βόλου. Θα τη διασχίσεις όλες τις ώρες της ημέρας, ξανά και ξανά. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω... Μαζί με τους Βολιώτες και κάνοντας τακτικούς ελιγμούς ανάμεσα σε ποδήλατα και χαιρετούρες! Από την Αργώ, το γλυπτό - σήμα κατατεθέν της πόλης, αλλά και το ξύλινο αντίγραφο του μυθικού πλοίου, έως το δεύτερο σήμα κατατεθέν, το κτίριο του Παπαστράτου, και το Κορδόνι οι συναντήσεις κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι!
Η εντυπωσιακή κάμινος Hoffman στο Μουσείο Τσαλαπάτα.
|
Η βολιώτικη βόλτα συνεχίζεται με συνέπεια στο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου, αγαπημένο των φοιτητών, έως τον ναό του που μαζί με εκείνον του πολιούχου Αγίου Νικολάου σχεδιάστηκαν από τον μεγάλο αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο και κρίθηκαν από τον Στρατή Μυριβήλη ως οι ωραιότεροι νεόκτιστοι ναοί της Ελλάδας.
Η συνέχεια της βόλτας έως το πάρκο του Αναυρου με τα... «εξαφανισμένα» γλυπτά Βαλκάνιων Καλλιτεχνών, την αναπαράσταση προϊστορικού οικισμού και το αρχαιολογικό μουσείο απέναντι, δεν είναι κανόνας αλλά προαίρεση, κι οι Βολιώτες δεν τη συνηθίζουν. Συνηθίζουν αντίθετα να υποδεικνύουν στους επισκέπτες την οδό Κίτσου Μακρή και το σπίτι – μουσείο του μεγάλου λαογράφου που, μεταξύ άλλων, αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην έρευνα για τον μεγάλο Μυτιληνιό, λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο. Εδώ βρίσκονται τα περισσότερα έργα του τα οποία πλαισιώνονται από εκείνα των Ηπειρωτών ζωγράφων Παγώνη και κάποια του Ν. Χριστόπουλου.
Η χαρακτηριστική γοργόνα του Θεόφιλου στο Μουσείο Κίτσου Μακρή.
|
Από τις πολύχρωμες ειδυλλιακές τοιχογραφίες του ίδιου του Κίτσου Μακρή θα αφεθείς στους πολύχρωμους τοίχους του κέντρου όπου τα γκράφιτι καταδεικνύουν, τις περισσότερες φορές, τα ερειπωμένα βιομηχανικά κτίρια.
Μάρτυρες διττοί, όχι μόνο της απαράμιλλης βολιώτικης βιομηχανικής ιστορίας του Μεσοπολέμου αλλά και του έργου του υπερδραστήριου Πανεπιστημίου Θεσσαλίας που χάρη στις ενέργειες του επίκουρου καθηγητή, αρχιτέκτονα Κώστα Αδαμάκη, έσωσε τα περισσότερα και αναστήλωσε πολλά από αυτά.
Θα κρατήσεις σημειώσεις σαν επιμελής φοιτητής αναζητώντας την «Παλιά Ηλεκτρική» στη Ρήγα Φεραίου, σπίτι του Δημοτικού Κέντρου Μουσικού Θεάτρου σήμερα, το κτίριο Οξυγόνου της Ελληνογαλλικής Εταιρίας Καπνού στην ομώνυμη πλατεία που ζωντάνεψε χάρη στους σπουδαστές του ΔΙΕΚ, την Κίτρινη Αποθήκη, καπναποθήκη της αμερικανικής εταιρείας Tobacco Co κάποτε, στην οδό Βασσάνη (με Γαζή), την καπναποθήκη Σπίρερ μεταξύ των οδών Μικρασιατών, Μακρινίτσης και Βασσάνη, όπου στεγάζεται η Πολεοδομία και το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας...
Αριστος τσιπουρομεζές οι φούσκες!
|
Είναι κι ο Παπαστράτος στην παραλία όπου εδρεύει η Πρυτανεία του Πανεπιστημίου, είναι και το εργοστάσιο Παπαρήγα στο Πεδίον του Αρεως, το πρώτο που αναστηλώθηκε για να στεγάσει τμήματα του πανεπιστημίου, είναι κι άλλα πολλά.
Οταν τα βήματα σε φέρουν στη συμβολή των οδών 28ης Οκτωβρίου, Μακεδονομάχων και Μελά, κάτω από την πλατεία Ελευθερίας, θα υψώσεις το βλέμμα στο κουφάρι της καπνοβιομηχανίας του Ματσάγγου και θα κάτσεις στα σκαλιά του εξαντλημένος. Φοιτητές θα μπαινοβγαίνουν στην 10χρονη κατάληψη, εγγονοί ίσως των περίφημων Ματσαγγοπούλων κι αν κάποιος γέροντας κοντοσταθεί και σε κοιτάξει δεν θα τον αγνοήσεις.
Ισως κάποτε να δούλευε εκεί και να σου μιλήσει για τις θρυλικές εργάτριες, για τα τέλη της δεκαετίας του '40 που η καπνοβιομηχανία ήταν η πρώτη της Ελλάδας κι οι εργάτες ξεπερνούσαν τους 1.000, ίσως, λίγο πριν από την πολυαναμενόμενη ανακαίνιση, να σου πει κι εσένα μια ιστορία για τη γιορτή που γινόταν κάθε ημέρα πληρωμής, ή έστω μια φράση όπως «είχες τσιγάρα Ματσάγγου; Είχες λεφτά...».
Συνοικίες αλά παλαιά...
Ολοι οι δρόμοι οδηγούν πλέον δυτικά. Μετά την ωραία τριλογία Δημαρχείο (σε σχέδια του Πικιώνη) - Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου – Ωδείο, φτάνεις στις γραμμές του σιδηρόδρομου και τον πανέμορφο σταθμό. «Κρίκος» της γραμμής Βόλος – Μηλιές που κατασκεύασε ο Ιταλός μηχανικός Εβαρίστο Ντε Κίρικο, είναι το σύνορο του σύγχρονου με τον παλιό Βόλο.
Και θα τις περάσεις πολλές φορές για να βρεθείς στη διάσημη πλέον συνοικία των Παληών. Οχι για το κάστρο του Γόλου, στον λόφο των Αγίων Θεοδώρων, που δεν σώζεται πια μα για την αύρα της γειτονιάς που έκανε μέχρι και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να γυρίσει εδώ μερικές σκηνές του «Θιάσου». Εδώ, πλάι στις γραμμές και το εμπορικό λιμάνι, βρίσκονταν τον 17ο αιώνα τα «παληά Μαγαζεία», τα φτωχομάγαζα Ελλήνων και Εβραίων που ζούσαν εκτός του τουρκοκατοικούμενου Γόλου.
Ο αλιευτικός στόλος «δένει» πλάι στο επιβατικό λιμάνι.
|
Εδώ τις τελευταίες δεκαετίες έχουν σχηματιστεί τα... «λαδάδικα» του Βόλου, με τις αποθήκες, τα χάνια, τα εργαστήρια, τα εργοστάσια να έχουν μετατραπεί σε τσιπουράδικα, καφέ, χώρους τέχνης και πολυχώρους, που παρότι δεν διατηρούν την αίγλη των προηγούμενων χρόνων παραμένουν ζωντανά. Στα Παληά όμως θα έρθεις και για έναν ακόμη λόγο. Πολύ σοβαρό! Για τον Τσαλαπάτα.
Το εντυπωσιακό παλιό πλινθοκεραμοποιείο που κτίστηκε το 1925, λειτούργησε έως το 1975 και έφτασε να παράγει 9.000.000 τούβλα και κεραμίδια τον χρόνο απασχολώντας 150 εργάτες, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη. Σήμερα, στεγάζει εστιατόρια και καφέ, αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας και ασφαλώς το μουσείο πλινθοκερομοποιείας του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς που ως γνωστόν φτιάχνει μουσεία κοσμήματα.
Ο Βόλος στριμώχνεται (λέμε τώρα!) μεταξύ Πηλίου και Παγασητικού.
|
Φημισμένο εργοστάσιο ήταν και το υφαντουργείο Μουρτζούκου, βορειότερα (Ζάχου και Εφτά Πλατανιών) που σήμερα ανήκει στον ΟΣΚ, αλλά και το αναπηνιστήριο κουκουλιών των προσφύγων αδελφών Ετμεκτζόγλου απέναντι, που έχει μετατραπεί σε μουσείο Προπολεμικής Μεταξοβιομηχανίας (κλειστό αυτό τον καιρό).
Εδώ είναι άλλωστε η Νέα Ιωνία, η γειτονιά των προσφύγων. Και θα 'ρθεις τουλάχιστον μία φορά. Για να περπατήσεις στην Καραμπατζάκη πλάι στον ποταμό Κραυσιδώνα, να χωθείς στα στενά δυτικά της οδού Αναπαύσεως με τα όλο σημασία ονόματα - Καισάρειας, Εγγλεζονησίου, Σμύρνης, Αττάλειας - αλλά και τα υπόλοιπα που κρατούν ακόμη έστω κάτι λίγο από την προσφυγική αύρα τους.
Μια ιδέα από χαμηλά σπίτια με ντουβάρια που φωνάζουν «Μόνο Νικάρα ρε!» , μια μυρωδιά από λουλουδιασμένες αυλές και μαμαδένιες κουζίνες, μια μικρή γεύση απ' τα παλιά και πολλές σταγόνες από τσίπουρο!
Ατέλειωτη περατζάδα η Αργοναυτών!
|
Είναι οι πρόσφυγες που 'φεραν τη συνήθεια στο Βόλο», θα σου σφυρίξει κάποιος και θα σου γεμίσει το ποτήρι. «Ηταν αντρικό προνόμιο μέχρι το '67» θα σου πει κάποιος άλλος. «Με γλυκάνισο ή άνευ;» θα ρωτήσει ένας τρίτος. Τιρναβίτικο ή σπανιότερα σπιτικό, θα το πιεις. Στα ηλιόλουστα «τουριστικά» τσιπουράδικα της παραλίας, στα «mainstream» του κέντρου αλλά ακόμη καλύτερα στα ταβερνεία στα Παληά και τα καφενεία στη Νέα Ιωνία η μεσημεριανή τσιπουροποσία είναι κανόνας απαράβατος στον Βόλο.
Μαζί του θα 'ρθουν κι οι μεζέδες, τα «πεινάσματα», που ΔΕΝ παρήγγειλες. Κι όσο τα 25αράκια θα φτιάχνουν πυραμίδα τόσο αυτοί θα αναβαθμίζονται, κι από παστά και τουρσιά θα μετατρέπονται σε χταπόδια, μύδια, καραβίδες. Και κάπως έτσι θα πέσει πάλι η βολιώτικη νύχτα, ανάλαφρη και τούτη... Ανάλαφρη και μετρημένη πάντα σε 25αράκια. Γιατί αλλιώς δεν βγαίνει κι ο λογαριασμός!
http://www.thetravelbook.gr/
Κείμενο: Ολγα Χαραμή
Φωτογραφίες: Ηρακλής Μήλας